ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ

                                  

 

 

Ο ανατρεπτικός λαϊκός συνθέτης και στιχουργός Άκης Πάνου. Ο Άκης Πάνου, μουσικός, στιχουργός, συνθέτης, οργανοποιός, χαράκτης και αφηγητής, έγραψε τα τραγούδια του και έδωσε τις μάχες του όχι μόνο στα χρόνια της ανθοφορίας, αλλά και στα χρόνια της ύφεσης. Περίπου διακόσια τραγούδια, αυτοβιογραφικά και σχολιαστικά, ερωτικά και κοινωνικά, που διαπνέονται από μία φιλοσοφία ζωής γεμάτη εμπειρίες, ρήξεις και αναζητήσεις. Ο Αθανάσιος Δημητρίου Πάνου γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1933 στην Καλλιθέα. Τη μύησή του στη μουσική θα πρέπει όμως να την πιστώσουμε στη μητέρα του. Εκείνη ήταν που του τραγουδούσε τα ρεμπέτικα της εποχής και τον πήρε από το χέρι να τον γνωρίσει σε σημαντικούς ανθρώπους.Έτσι, ο μικρός Θανασάκης (Άκης) βρέθηκε το 1946, στα δεκατρία του μόλις χρόνια, να παίζει στο πάλκο κιθάρα και μπουζούκι πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο». Που εμφανιζόταν ως μουσικός μέχρι το 1958, οπότε και αποσύρθηκε ουσιαστικά από τη νύχτα. Ήταν η ώρα του Συνθέτη. Δισκογραφεί το πρώτο του τραγούδι, «Το παιδί που απόψε πίνει», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Τα χρόνια που ακολούθησαν δε χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του, μέχρι το 1967, έτος κυκλοφορίας του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Χαρούλα Λαμπράκη. Η «φτώχια» και η «μιζέρια» που προσπαθεί να αποποιηθεί ο ήρωας του τραγουδιού αντικαθίστανται από κάτι «λευκά περιστέρια» και η Βίκυ Μοσχολιού αναλαμβάνει το 1970 να ερμηνεύσει το τραγούδι με τους πολιτικά ορθούς στίχους. Ο Άκης Πάνου δεν έγραφε κατά παραγγελία. Έγραφε για να εκφραστεί. Έγραφε για να στείλει μηνύματα. Έγραφε για να διεκδικήσει.

Ασυμβίβαστος, επίμονος, μαχητικός, αλλιώτικος. Δεν δίστασε να συγκρουστεί με τις δυνάμεις που εξουσίαζαν τη δισκογραφία. Δεν αλώθηκε από τους πολιτικούς, ούτε ενέδωσε στους δημοσιογράφους που διαφέντευαν τη διακίνηση του καλλιτεχνικού έργου. Αντιστάθηκε στην ευκολία και υπερασπίστηκε τα δικαιώματα του καλλιτέχνη. Με τεράστιο κόστος, εξοντωτικό. Φορέας της μεγάλης παράδοσης του λαϊκού πολιτισμού, αυτοδίδακτος, αλλά και μεγάλος ανανεωτής που ενσωμάτωνε στη μουσική του τους επίγειους και υπόγειους ήχους της πόλης, με ταλέντο, πρωτοτυπία και καλαισθησία. Αντιστάθηκε με τις προσωπικές επιλογές του και αντιπρότεινε τα τραγούδια που έγραφε με έμπνευση, πάθος, χιούμορ και ευαισθησία. «Η ζωή μου όλη», «Η πιο μεγάλη ώρα», «Ρολόι-κομπολόι», «Ασφαλώς και δεν πρέπει», «Ο τρελός», «Του κόσμου το περίγελο», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Kαι τι δεν κάνω», «Θα κλείσω τα μάτια», «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός», κ.α . Τον τραγούδησαν όλα τα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού. Δισκογράφησε 200 περίπου τραγούδια, ενώ πολλά έμειναν στο συρτάρι του. Αξιοσημείωτη είναι η έντονη φήμη που αναπτύχθηκε λίγο πριν πεθάνει, πως είχε δρομολογηθεί η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήταν ο μόνος καλλιτέχνης πρώτης γραμμής που τον επισκέφθηκε στη φυλακή. Στις 2 Φεβρουαρίου 2000 εισήχθη στο Ευγενίδειο θεραπευτήριο, όπου και κατέληξε .

Απεβίωσε : την Παρασκευή 7 Απριλίου, στις 12 το μεσημέρι, από καρκίνο του παγκρέατος σε ηλικία 67 ετών.