Ο Αντώνης Κατινάρης γεννιέται στα Χανιά το 1931 από γονείς Μικρασιάτες που είχαν φτάσει στην Κρήτη μετά την Καταστροφή. Είναι το πρώτο παιδί της οικογένειάς του. Σε ηλικία μόλις οκτώ ετών ο μικρός Αντώνης ξεκινά να μαθαίνει κάποια πράγματα πάνω στο όργανο από έναν κουρέα, τον Σαριμανώλη, που υπήρχε στη γειτονιά του. Γνωστό είναι ότι τα κουρεία εκείνη την εποχή, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, λειτουργούσαν ως στέκια συγκέντρωσης ανθρώπων με «καλλιτεχνικές» ανησυχίες, γι’ αυτό συχνά στους τοίχους τους βρίσκονταν κρεμασμένες κιθάρες, μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Στα δεκάξι του χρόνια ο νεαρός Αντώνης είναι ήδη επαγγελματίας μπουζουξής. Δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά στην πόλη των Χανίων . Στα λαϊκά κέντρα των Χανίων καταφθάνουν περιστασιακά καλλιτέχνες από την Αθήνα στα λεγόμενα «εξτρά» τους, όπως η Ρίτα Σακελλαρίου, ο Λουκάς Νταράλας, ο Γιώργος Τσιμπίδης, η Καίτη Γκρέυ κ.ά., με τους οποίους ο Κατινάρης γνωρίζεται και συνεργάζεται μαζί τους. Στις λυκαυγές της δεκαετίας του εξήντα ο Κατινάρης, φτασμένος και αναγνωρισμένος στα Χανιά, έρχεται στην Αθήνα αναζητώντας καλύτερη τύχη και διέξοδο στις μουσικές του αγωνίες. Μένει με την οικογένειά του στο Αιγάλεω, στην οδό Κρήτης. Σύντομα εδραιώνει τη φήμη του ως εκτελεστής -άριστος χειριστής του τρίχορδου, και του τετράχορδου στη συνέχεια- και ύστερα από ένα βραχύβιο πέρασμα από την RCA Victor του Ορφανίδη, όπου ντουετάρισε με τον Τσιμπίδη, καθιερώνεται ως μόνιμος σολίστας στην Columbia παίζοντας πρώτο-δεύτερο μπουζούκι μαζί με τον Σπύρο Λιόση και άλλους δεξιοτέχνες. Παράλληλα εργάζεται σε γνωστά νυχτερινά κέντρα (Σπηλιά του Παρασκευά, Περιβόλας, Καν Καν κ.ά.) συνοδεύοντας τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Μιχάλη Μενιδιάτη κ.ά., και βέβαια τον Πάνο Γαβαλά με τον οποίο θα έχουν και στενή, πολύχρονη συνεργασία. Μαζί θα συνυπάρξουν στο πάλκο του Τζίμη του Χοντρού στην Αχαρνών, στην Τριάνα του Χειλά στη Συγγρού, στου Κασιδάκη κ.ά., καθώς και σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες που ως συνήθως διανθίζονταν από σκηνές γλεντιού σε λαϊκά μαγαζιά. Γρήγορα περνάει και στη δισκογραφία, με κορυφαίους ερμηνευτές να ερμηνεύουν συνθέσεις του. Ιδιαίτερα αποδοτική θα είναι η σύμπραξή του με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και άλλους διακεκριμένους στιχουργούς της θρυλικής εποχής των 45αριών -και όχι μόνο-, όπως οι Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Θάνος Σοφός, Νίκος Δαλέζιος κ.ά. Σημαία του αποτελεί το τραγούδι Τι να σου κάνει μια καρδιά, πάνω σε στίχους της «γριάς», που τραγούδησε το 1966 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Columbia, SCDG-3612).
Απεβίωσε : στις 28 Οκτωβρίου 1999.